Η Ιστορία ενός Τόξου

18 Ιουνίου, 2015 § Σχολιάστε


ΕύρυτοςΗρακλής ψψ 15

Ο Ηρακλής σκοτώνει τον Εύρυτο.

Οι μέρες της αφθονίας του ΙΦΙΤΟΥ ΕΥΡΥΤΟΥ  είναι μετρημένες

Ο Οδυσσέας είναι σχεδόν σύγχρονος του Ηρακλή με διαφορά ηλικίας 20 με 30 χρόνια. Στην ραψωδία φ, ο Όμηρος μας διηγείται την ιστορία και το περιστατικό της απόκτησης του τόξου. Νεαρός ο Οδυσσέας, μεταβαίνει στην Μεσσήνη για την αποζημίωση, την οποία όφειλε όλος ο δήμος, φ 17. Άνδρες από την Μεσσήνη είχαν αρπάξει 300 πρόβατα μαζί με τους βοσκούς. Εκεί στο σπίτι του πολέμαρχου Ορσίλοχου, γνωρίζεται με τον Ίφιτο, τον γιο του Εύρυτου που είχε το τόξο δώρο του Απόλλωνα.
Αυτό το θεϊκό τόξο ο Ίφιτος χάρισε στον Οδυσσέα με αντάλλαγμα ένα απλό ξίφος και δόρυ. Ο Ίφιτος, γύρεψε τις 12 φοράδες του, 12 θηλυκούς ΙΠΠΟΥΣ και φονεύεται από τον Ηρακλή.
Ο ονομαστός αργοναύτης, ΙΦΙΤΟΣ, γιος της Αφθονίας του ΕΥΡΥΤΟΥ, εξοντώνεται από τον Ηρακλή στις μέρες της αφθονίας, της σπατάλης της τρυφηλότητος που έχουν ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ για όλους. Ματαίως αναζητουν ΤΑ ΑΛΟΓΑ στα παράλογα αυτού του κόσμου οι ΙΦΙΤΟΙ του κόσμου.
Το ΤΟΞΟ είναι το όπλο και του Ηρακλή και του Οδυσσέα.
Ο Ηρακλής θα το χρησιμοποιήσει στον πόλεμο των ΜΗΧΑΝΩΝ του ΜΑΤΡΙΧ, εναντίον των Στυμφαλίδων Ορνίθων , των πτηνών με τα χάλκινα ράμφη και ελευθερώνει τον Προμηθέα τοξεύοντας τον αετό. Το ελάφι της Αρτέμιδος είναι υποχρεωμένος να το πιάσει χωρίς να το πληγώσει και χωρίς να χρησιμοποιήσει το τόξο.
Ο Οδυσσέας δεν χρησιμοποιεί το τόξο στην Ιλιάδα. Άλλοι πολεμιστές φημίζονται περισσότερο για αυτό. Δεν το πήρε μαζί του καν.
Γιατί;
Γιατί ο Όμηρος κρατάει το μυστικό σε δωμάτιο του παλατιού ψηλό. Και είναι το ΟΝΟΜΑ που έχει αφήσει στον γιο.
ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ και όχι ΑΓΧΕΜΑΧΟΣ είναι κοντά του και ταυτόχρονα μακριά πολεμά, όταν γυρνά.

Τον Ηρακλή τον συναντά στον Άδη, μια σκιά που στέκει σιωπηλά αφού στον Όλυμπο έχει αναληφθεί ψηλά. καιόμενος από την εσωτερική φλόγα και φωτιά.
Είναι έκδηλη η συγκίνηση του όταν σκοτώνεται ο γιος του ο Τληπόλεμος στην Ιλιάδα.
Από τη Λακεδαίμονα τά έχει ο Ο Οδυσσέας φερμένα,
του ομοιόθεου του Ίφιτου, γόνου του Ευρύτου τα δώρα.
Από την Λακεδαίμονα γυρίζει και ο Τηλέμαχος με άλλα ΔΩΡΑ.

10
ἔνθα δὲ τόξον κεῖτο παλίντονον ἠδὲ φαρέτρη
ἰοδόκος, πολλοὶ δ’ ἔνεσαν στονόεντες ὀϊστοί,
δῶρα τά οἱ ξεῖνος Λακεδαίμονι δῶκε τυχήσας
Ἴφιτος Εὐρυτίδης, ἐπιείκελος ἀθανάτοισι.
τὼ δ’ ἐν Μεσσήνῃ ξυμβλήτην ἀλλήλοιϊν
οἴκῳ ἐν Ὀρτιλόχοιο δαΐφρονος. ἦ τοι Ὀδυσσεὺς
ἦλθε μετὰ χρεῖος, τό ῥά οἱ πᾶς δῆμος ὄφελλε·
μῆλα γὰρ ἐξ Ἰθάκης Μεσσήνιοι ἄνδρες ἄειραν
νηυσὶ πολυκλήϊσι τριηκόσι’ ἠδὲ νομῆας.
τῶν ἕνεκ’ ἐξεσίην πολλὴν ὁδὸν ἦλθεν Ὀδυσσεύς, 20
παιδνὸς ἐών· πρὸ γὰρ ἧκε πατὴρ ἄλλοι τε γέροντες·
Ἴφιτος αὖθ’ ἵππους διζήμενος, αἵ οἱ ὄλοντο
δώδεκα θήλειαι, ὑπὸ δ’ ἡμίονοι ταλαεργοί·
αἳ δή οἱ καὶ ἔπειτα φόνος καὶ μοῖρα γένοντο,
ἐπεὶ δὴ Διὸς υἱὸν ἀφίκετο καρτερόθυμον,
φῶθ’ Ἡρακλῆα, μεγάλων ἐπιίστορα ἔργων,

ὅς μιν ξεῖνον ἐόντα κατέκτανεν ᾧ ἐνὶ οἴκῳ,
σχέτλιος, οὐδὲ θεῶν ὄπιν αἰδέσατ’ οὐδὲ τράπεζαν,
τὴν ἥν οἱ παρέθηκεν· ἔπειτα δὲ πέφνε καὶ αὐτόν,
ἵππους δ’ αὐτὸς ἔχε κρατερώνυχας ἐν μεγάροισι. 30
τὰς ἐρέων Ὀδυσῆϊ συνήντετο, δῶκε δὲ τόξον,
τὸ πρὶν μὲν ἐφόρει μέγας Εὔρυτος, αὐτὰρ ὁ παιδὶ
κάλλιπ’ ἀποθνῄσκων ἐν δώμασιν ὑψηλοῖσι.
τῷ δ’ Ὀδυσεὺς ξίφος ὀξὺ καὶ ἄλκιμον ἔγχος ἔδωκεν,
ἀρχὴν ξεινοσύνης προσκηδέος· οὐδὲ τραπέζῃ
γνώτην ἀλλήλω· πρὶν γὰρ Διὸς υἱὸς ἔπεφνεν
Ἴφιτον Εὐρυτίδην, ἐπιείκελον ἀθανάτοισιν,
ὅς οἱ τόξον ἔδωκε. τὸ δ’ οὔ ποτε δῖος Ὀδυσσεὺς
ἐρχόμενος πόλεμόνδε μελαινάων ἐπὶ νηῶν
ᾑρεῖτ’, ἀλλ’ αὐτοῦ μνῆμα ξείνοιο φίλοιο 40
κέσκετ’ ἐνὶ μεγάροισι, φόρει δέ μιν ἧς ἐπὶ γαίης.

15
Στου Ορσίλοχου ανταμώθηκαν του αντρείου στη Μεσσήνη,
σαν πήγε ο Οδυσσέας εκεί για χρέος που όλ’ η χώρα
του χρώσταγε· τι πρόβατα τρακόσα από το Θιάκι
με τους βοσκούς αρπάξανε και φύγαν Μεσσηνίτες
με πλεούμενα πολύσκαρμα· και μακρινό ταξίδι
20
πήγε ο Δυσσέας ζητώντας τα, μικρός πολύ κι αν ήταν
τι ο κύρης του τον έστειλε και του Θιακιού οι γερόντοι.
Και πάλε ο Ίφιτος εκεί φοράδες δώδεκα ήρθε
να βρη χαμένες, που γερά βυζάνανε μουλάρια·
αυτές δα που του γίνανε χάρος και μαύρη μοίρα,
25
κατόπι, στον αντρειόψυχο του Δία το γιό σαν ήρθε,
τον Ηρακλή, το γνωριστή κάθε έργου φημισμένου,
που ο άνομος στο σπίτι του τον έσφαξε, αν και ξένο,
και μήτε θεό δε ντράπηκε, και μήτε το τραπέζι
που τότες του παράθεσε· μόνε κι εκείνον σφάζει,
30
και τις βαριόνυχες κρατάει φοράδες στο παλάτι.
Αυτές ζητώντας ο Ίφιτος, τον Οδυσσέα ανταμώνει,
και το δοξάρι τού ‘δωσε, που ο Εύρυτος ο μέγας
κρατούσε μιά φορά, μα πριν πεθάνη τό ‘χε αφήσει
του γιού του στα παλάτια του. Και τότε ο Οδυσσέας
τού ‘δωκε κοφτερό σπαθί και δυνατό κοντάρι,
αρχή φιλίας γκαρδιακής· μα οι δυό δε γνωριστήκαν
και σε τραπέζι, γιατί ο γιός του Διός είχε σκοτώσει
τον Ίφιτο το θεόμοιαστο, που τού ‘δωκε το τόξο.
Στον πόλεμο σαν έβγαινε με πλοίο ο Οδυσσέας,
τ’ άφηνε σπίτι, θύμημα του αγαπητού του φίλου,
και μόνο στην πατρίδα του κρατούσε εκείνο τ’ όπλο.
Μικρός Απόπλους

Οδυσσέας και Ηρακλής

Περίληψη-εισαγωγή του άρθρου για τον διαγωνισμό του τόξου:
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΑΙ ΗΡΑΚΛΗΣ, ΆΘλοι και Σταθμοί
ΕΥΡΥΤΟΣ, άφθονος
ΙΦΙΤΟΣ, δυνατός
ΟΡΤΙΛΟΧΟΣ, ξεσηκώνει τον λόχο

Αστραία

Tagged: ,

Σχολιάστε

What’s this?

You are currently reading Η Ιστορία ενός Τόξου at Η Παρέα.

meta